θερινοί

θερινοί
θερινός
Aër.
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • Летние Олимпийские игры 1896 — I летние Олимпийские игры 1896 Город организатор Афины, Греция …   Википедия

  • ОИ 1896 — I летние Олимпийские игры 1896 Город организатор Афины, Греция Страны участницы 14 Количество атлетов 241 (241 мужчин, 0 женщин) Разыгрывается медалей 43 комплекта медалей в 9 видах спорта …   Википедия

  • θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …   Dictionary of Greek

  • ανεμογεννήτριες — Κατασκευές που αποκαλούνται επίσης αιολικές μηχανές και έχουν την ικανότητα να μετατρέπουν την ενέργεια του ανέμου (αιολική ενέργεια) σε ηλεκτρική. Κατά κανόνα, αποτελούνται από μία φτερωτή που περιστρέφεται από τον άνεμο και μία διάταξη η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ατλάντα — (Atlanta). Πόλη (416.474 κάτ. και περ. 4.112.198 κάτ. το πολεοδομικό συγκρότημα το 2000), πρωτεύουσα της πολιτείας της Γεωργίας (ΗΠΑ). Είναι ένα από τα κυριότερα βιομηχανικά, εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα των νότιων πολιτειών. Ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • Μαχαναντί — (Mahanadi). Ποταμός (885 χλμ.) της Ινδίας. Πηγάζει από το ΒΑ τμήμα του οροπεδίου του Ντεκάν και εκβάλλει στον κόλπο της Βεγγάλης. Όταν επικρατούν οι θερινοί μουσώνες, τα νερά στον κάτω ρου του ποταμού ελαττώνονται σημαντικά. Στις όχθες του Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλί — I Νησί (3.151.162 κάτ.) της Ινδονησίας, το δυτικότερο των Μικρών Νήσων της Σούνδης. Μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της Ιάβας, από την οποία χωρίζεται στα Α με τον Πορθμό Μπάλι (3 20 χλμ. πλάτος) και με την οποία έχει όμοια δομικά και κλιματικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”